μαγιώνω
Смотреть что такое "μαγιώνω" в других словарях:
μαγιώνω — (Μ μαγιώνω) [μάγια] μαγεύω νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μαγιωμένος, η, ο αυτός που ασκεί μαγεία γοητεία, μαγευτικός μσν. (η μτχ. παθ παρακμ. ως επίθ.) 1. μαγικός 2. μαγεμένος, αλλοπαρμένος … Dictionary of Greek