μαγιώνω

μαγιώνω

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "μαγιώνω" в других словарях:

  • μαγιώνω — (Μ μαγιώνω) [μάγια] μαγεύω νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μαγιωμένος, η, ο αυτός που ασκεί μαγεία γοητεία, μαγευτικός μσν. (η μτχ. παθ παρακμ. ως επίθ.) 1. μαγικός 2. μαγεμένος, αλλοπαρμένος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»